Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Νεπάλ το

См. также в других словарях:

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κατμαντού — (Κathmandu). Πόλη (729.000 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα του Νεπάλ και της διοικητικής περιφέρειας Μπαγκμάτι (9.428 τ. χλμ.,2.858.500 κάτ. το 2003). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Μπαγκμάτι, στην εσωτερική λεκάνη των Ιμαλαΐων και σε υψόμετρο 1.360 μ …   Dictionary of Greek

  • Πατάν — Πόλη του Νεπάλ, στην κοιλάδα Κατμαντού. Είναι κέντρο χειροτεχνικής παραγωγής υφασμάτων, ταπήτων, αντικειμένων μεταλλοτεχνίας και ξυλογυπτικής. Αποτελεί μια από τις αρχαιότερες πόλεις του Νεπάλ. Διατηρεί μέχρι σήμερα τη μεσαιωνική του όψη, με… …   Dictionary of Greek

  • ράνα — Αριστοκρατική οικογένεια, η οποία κυβέρνησε το Νεπάλ από το 1846 έως το 1852. Πρόγονοι των Ρ. ήταν οι Κουνβάροι, από τους ιδρυτές του κράτους του Νεπάλ, που στα μέσα του 18ου αι. ήταν υπουργοί (κάζι). Στην περίοδο της ανακτορικής κρίσης του 1846 …   Dictionary of Greek

  • Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αδιβούδας — Λέξη σανσκριτική που σημαίνει τον πρώτο, τον αρχικό Βούδα. Όταν οι Βούδες (οι εξατομικεύσεις της θεότητας) είχαν υπέρμετρα πολλαπλασιαστεί, δημιουργήθηκε η ανάγκη, προκειμένου να ενισχυθεί το κύρος της θρησκείας, να αναχθούν οι ατομικοί Βούδες σε …   Dictionary of Greek

  • Γκούρκα — (Gurkha, σανσκρ. Goraksa).Εθνότητα του Νεπάλ. Κατοίκησαν τη χώρα τον 12ο αι., όταν εκδιώχθηκαν από τους μουσουλμάνους της βόρειας Ινδίας. Ο αγγλικός στρατός των Ινδιών, στα χρόνια της κατοχής της περιοχής από τη Μεγάλη Βρετανία δεχόταν στις… …   Dictionary of Greek

  • Έβερεστ — Η ψηλότερη (8.856 μ.) κορυφή της Γης, στην οροσειρά των Ιμαλαΐων, στα σύνορα μεταξύ Νεπάλ και Θιβέτ. Γεωλογικά, ανήκει σε μία περιοχή που διασχίζεται από μία μεγαλόπρεπη τριτογενή συρρίκνωση, η οποία δημιούργησε και τις Άλπεις. Στη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»